πολυβολητής

πολυβολητής
ο, Ν [πολυβολώ]
στρατιώτης που έχει την ειδικότητα χειριστή πολυβόλου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πολυβολητής — ο ο χειριστής του πολυβόλου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Martin Baltimore — Baltimore RAF Martin Baltimore GR.IV/V Role Light bomber Reconnaissance …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”